ψευδαλωπεκία

ψευδαλωπεκία
η, Ν
ιατρ. αποψίλωση τού οπίσθιου μέρους τής κεφαλής βρέφους λόγω τριβής με το μαξιλάρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο)-* + αλωπεκία].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”